θαμνόφυτος

θαμνόφυτος
-η, -ο
ο φυτεμένος με θάμνους, που καλύπτεται από θάμνους (πρβλ. ελαιόφυτος, πευκόφυτος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαμνόφυτος — η, ο κατάφυτος από θάμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φυτος (< φύομαι), πρβλ. δασό φυτος, πευκό φυτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… …   Dictionary of Greek

  • θαμνοσκεπής — ες ο καλυμμένος από θάμνους, θαμνόφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + σκεπής (< σκέπας, σκέπος), πρβλ. ασκεπής, επισκεπής] …   Dictionary of Greek

  • θαμνοφόρος — ο θαμνόφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φορος (< φέρω), πρβλ. λαμπρο φόρος, στεφανη φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θαμνώδης — ες (AM θαμνώδης, ώδες) [θάμνος] ο θαμνοειδής, αυτός που μοιάζει με θάμνο («θαμνώδη φυτά») νεοελλ. 1. ο καλυμμένος από θάμνους, ο θαμνόφυτος 2. φρ. «θαμνώδης διάπλαση» τύπος βλάστησης στην οποία κυριαρχούν οι θάμνοι …   Dictionary of Greek

  • θαμνώνας — ο [θάμνος] τόπος κατάφυτος από θάμνους, θαμνόφυτος τόπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”